σωματοστατίνωμα

σωματοστατίνωμα
το, Ν
(βιοχ.) όγκος που οφείλεται, πιθανώς, σε ανεπάρκεια τής σωματοστατίνης και που έχει ως συμπτώματα επώδυνες κράμπες τού στομαχιού, επίμονη διάρροια, ήπια ανύψωση τού επιπέδου τής γλυκόζης τού αίματος και ξαφνικό κοκκίνισμα τού δέρματος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”